decree$19390$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

decree$19390$ - translation to ελληνικό

Emiri decree; Amiri Decree

decree      
n. διάταγμα, ψήφισμα

Ορισμός

decree
(decrees, decreeing, decreed)
1.
A decree is an official order or decision, especially one made by the ruler of a country.
In July he issued a decree ordering all unofficial armed groups in the country to disband...
= order
N-COUNT: also by N
2.
If someone in authority decrees that something must happen, they decide or state this officially.
The UN Security Council has decreed that the election must be held by May...
The king decreed a general amnesty.
= order
VERB: V that, V n
3.
A decree is a judgment made by a law court. (mainly AM)
...court decrees.
N-COUNT

Βικιπαίδεια

Amiri decree

An amiri decree is a decree made by an emir or his representatives (Arabic: المرسوم الأميري), generally in Bahrain, Kuwait, Qatar and the United Arab Emirates.

See for example:

  1. Amiri Decree Law No. 13 of 1984 (Bahrain), establishing a High Counsel for Labour Services
  2. Amiri Decree No. 11/1999 (Qatar) forming a Constitution Drafting Committee
  3. Amiri Decree No. 3 of 1988 as amended by the Amiri Decree No. 3 of 1996 (Ajman, UAE) creating and granting autonomous status to the Ajman Free Zone